ἠρεμότης
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
-ητος, ἡ, = ἠρεμία, ψυχῆς Cleonid.Harm.13.
German (Pape)
[Seite 1175] ητος, ἡ, die Ruhe, Euclid. harm.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρεμότης: -ητος, ἡ, = ἠρεμία, Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμονικ. σ. 21 Meib.