ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: ἡμιονίτης | Medium diacritics: ἡμιονίτης | Low diacritics: ημιονίτης | Capitals: ΗΜΙΟΝΙΤΗΣ |
Transliteration A: hēmionítēs | Transliteration B: hēmionitēs | Transliteration C: imionitis | Beta Code: h(mioni/ths |
[νῑ], ου, ὁ, muleteer, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).
ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) ημίονος
1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός
2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῖτις
(φυτ.) είδος φτέρης.