ἦμες
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
Dor. for ἦμεν, 1pl. impf. of εἰμί (sum).
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἦμες: Δωρ. ἀντί ἦμεν, = εἶναι, ἀπαρ. τοῦ εἰμί.
Greek Monotonic
ἦμες: Δωρ. αντί εἶναι, απαρέμφ. του εἰμί (Λατ. sum).
Russian (Dvoretsky)
ἦμες: ap. Plut. и ἦμεν ap. Thuc., Arph., Theocr. (= εἶναι) дор. inf. к εἰμί.