ἰσόπετρος

From LSJ
Revision as of 12:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπετρος Medium diacritics: ἰσόπετρος Low diacritics: ισόπετρος Capitals: ΙΣΟΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isópetros Transliteration B: isopetros Transliteration C: isopetros Beta Code: i)so/petros

English (LSJ)

ἰσόπετρον, Glossaria on ἀντίπετρος, Sch.S.OC192.

German (Pape)

[Seite 1265] felsengleich, steinhart, Erkl. von ἀντίπετρος, Schol. Soph. O. C. 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπετρος: -ον, ὅμοιος πέτρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 192.

Greek Monolingual

ἰσόπετρος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για τον άγιο Ιωάννη) ίσος, ισάξιος με τον απόστολο Πέτρο
αρχ.
ὅμοιος με πέτρα, βραχώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσόπετρος< ἰσ(ο)- + πέτρα, ενὼ το μσν. ἰσόπετρος < ἰσ(ο)- + Πέτρος].