ὀλιγώρημα
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ατος, τό, act of negligence, Arist.VV1251b22.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγώρημα: ατος τό Arst. = ὀλιγωρία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγώρημα: τό, πρᾶξις περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.
Greek Monolingual
το (Α ὀλιγώρημα) ολιγωρώ
νεοελλ.
αμέλεια που παρατηρείται μόνο μία φορά
αρχ.
πράξη περιφρόνησης.