ὀργασμός
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ὁ, (ὀργάω) orgasm, Sch.Hp.Hum.3.
German (Pape)
[Seite 369] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργασμός: ὁ, (ὀργάζω) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α οργασμός) οργώ
το ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα
νεοελλ.
1. μτφ. ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη δραστηριότητα («οικοδομικός οργασμός»)
2. φρ. «οργασμός της φύσης» — μεγάλη ανάπτυξη της βλάστησης.
(II)
ὀργασμός, ὁ (Α) οργάζω
πιθ. μάλαξη, μάλαγμα.