ὑπομενητός
From LSJ
English (LSJ)
ὑπομενητή, ὑπομενητόν, endurable, Phld.Ir.p.80 W., J.AJ17.6.5 (with v.l. ὑπομονητός), cf. Hdn.Epim.141 (-μον-).
German (Pape)
[Seite 1225] adj. verb. von ὑπομένω, ertragend, erträglich, s. Lob. parall. 494.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. ὑπομενετός.