ῥυπαρογράφος

From LSJ
Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠπᾰρογράφος Medium diacritics: ῥυπαρογράφος Low diacritics: ρυπαρογράφος Capitals: ΡΥΠΑΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: rhyparográphos Transliteration B: rhyparographos Transliteration C: ryparografos Beta Code: r(uparogra/fos

English (LSJ)

[γρᾰ], ον painting sordid subjects, Plin.HN35.112; cf. ῥωπογράφος.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzige Gegenstände malend, Schmutzmaler, auch ῥυπογράφος geschrieben, wie Plin. H. N. 35, 37, wo ῥωπογράφος, rhopographus, richtiger zu lesen ist, s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπᾰρογράφος: -ον, ζωγραφῶν ῥυπαρὰ ἢ ἀνάξια λόγου πράγματα, Πλίν. 35. 37· πρβλ. ῥωπογράφος.

Greek Monolingual

ο, η / ῥυπαρογράφος, ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
συγγραφέας ρυπαρογραφημάτων
αρχ.
ζωγράφος ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -γράφος].