διαρμόζω
From LSJ
English (LSJ)
or διαρμόττω, fut. -σω,
A distribute in various places, E.Or.1451 (lyr.): hence, 2 Med., arrange, dispose, ταῦτα πρὸς τὸ μέλλον Plb.8.25.5:—Pass., τὸν τρόπον τοῦτον διηρμοσμένοι ib.7.1; regulate, τὸν βίον Plu.2.88a.
German (Pape)
[Seite 599] 1) trennen, Eur. Or. 1452. – 2) dazwischen einfügen, übh. zurüsten, Pol. 8, 7, 1; ταῦτα διαρμοσάμενοι πρὸς τὸ μέλλον 8, 27, 5; σῶμα ὀργανικὸν καὶ διηρμοσμένονμέρεσι λογικοῖς, Plut. Coriol. 38. Auch von der Musik, Arist. Quinct.