δόκωσις
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
εως, ἡ, furnishing with rafters, roofing, LXXEc.10.18, Plu.2.1112e (pl.), S.E.P.3.99, M.9.343, POxy.1648.60 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
viguería, trabazón de vigas y esp. techumbre, tejado de tablas ἐν ὀκνηρίαις ταπεινωθήσεται ἡ δ. LXX Ec.10.18, Χῖα δ. IG 12(2).14.9 (Mitilene III a.C.), de un templo PTeb.781.12 (II a.C.), utilizado como taller πεπράκ(ασι) ... δόκωσιν καὶ τὰ συνῳκοδομημένα βαφικὰ ἐργαστήρια POxy.1648.60 (II d.C.), οὐδὲν ἔστι διάστημα παρὰ τὰ διεστηκότα, οὔδε δ. παρὰ τὰς ... δοκούς la separación no es nada fuera de las cosas separadas ni el envigado sin las vigas S.E.M.9.343, cf. P.3.99, Plu.2.1112e, μὴ ἐξεῖναι ... βάρη ἐπιτιθέναι τινα πρὸς λύμην τῆς δοκώσεως Iul.Ascal.32.5.
German (Pape)
[Seite 654] ἡ, das Gebälk, Dach, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δόκωσις: -εως, ἡ, στέγη, στέγασις, Ἑβδ. Ἐκκλ. 10. 18, Σέξτ. Ἐμπ. 144. 468.
Greek Monolingual
δόκωσις, η (Α) δοκώ (ΙΙ)]
στέγαση με δοκάρια.
Russian (Dvoretsky)
δόκωσις: εως ἡ бревенчатый настил Sext.