κράνα
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
A v. κρήνη. II = κεφαλή, Hsch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράνα Dor. voor κρήνη.
Russian (Dvoretsky)
κράνᾱ: (ρᾱ) ἡ дор. Theocr., Anth. = κρήνη.
Greek (Liddell-Scott)
κράνα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κρήνη. ΙΙ. = κεφαλή, Ἡσύχ.
English (Slater)
κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.) spring Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene (P. 4.294) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326.
Greek Monolingual
κράνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρήνη.
Greek Monotonic
κράνα: Δωρ. αντί κρήνη.