ξεναγέτας
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m. dor.
hospitalier.
Étymologie: ξένος, ἡγέομαι.
English (Slater)
ξενᾱγέτας guiding strangers βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43)
Russian (Dvoretsky)
ξενᾱγέτᾱς: α adj. m дор. = ξεναγέτης.