εὐσεβία
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, poet. for εὐσέβεια, Thgn. 1142 codd., Pi.O.8.8, S.Ant.943 (lyr.), OC189 (lyr.); personified, Emp.4.5, Critias 6.22, Epigr.Gr.1055 (Syria), etc.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὐσέβεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσεβία: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ εὐσέβεια, Θέογν. 1138, Πινδ. Ο. 8. 10, Σοφ. Ἀντ. 943, Ο. Κ. 189, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 433Α.
English (Slater)
εὐσεβία piety ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (Boeckh: εὐσεβείας codd.) (O. 8.8)
Greek Monolingual
εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) ευσεβής
βλ. ευσέβεια.
Greek Monotonic
εὐσεβία: ἡ, ποιητ. αντί εὐσέβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσεβία: Pind., Soph. = εὐσέβεια.