ματρόθεν
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
Doric etc. for μητρόθεν.
English (Slater)
μᾱτρόθεν on their mothers' side τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας (sc. εὔχονται) (O. 7.24) ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός (P. 2.48) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)
Greek Monolingual
ματρόθεν (Α)
επίρρ. βλ. μητρόθεν.
German (Pape)
Dor. = μητρόθεν.