τιτιγόνιον

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτιγόνιον Medium diacritics: τιτιγόνιον Low diacritics: τιτιγόνιον Capitals: ΤΙΤΙΓΟΝΙΟΝ
Transliteration A: titigónion Transliteration B: titigonion Transliteration C: titigonion Beta Code: titigo/nion

English (LSJ)

τό,

   A an insect like a τέττιξ, Epil.4 (where τιττιγόνιον cod.Phot., the alphabetical order requiring τιτιγόνιον; τρυγονίῳ codd.ACAth., cf. ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τριγονίῳ Eust.1282.40), prob. cj. in Arist.HA556a20 (where τεττιγόνια, with v.l. τριγόνια, cf. τιγόνιον· εἶδός τι Ἀριστοτέλει, Hsch., τιγόνιον· ἐπὶ νηπίου τίθεται, Phot.); the word is correctly written in EM760.47, Paus.Gr.Fr. 87 (ap.Eust.396.2, where it is rightly connected with τιτίζω: it is prob. Dim. of Τιτιγών (τιτιγών: τιτίζω, = ὀλολυγών: ὀλολύζω, = τρυγών: τρύζω)). (Perh. to be restored for tetogonia, v.l. tetigometrae, in Plin.HN11.92.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος εντόμου παρόμοιου με το τζιτζίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί μέσω αμάρτυρου τ. τιτιγών (πρβλ. ἀηδών, τρυγών, χελιδών), με επίθημα -ιον (πρβλ. αηδόν-ιον,) από ρ. τιτίζω, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].