σαρκίον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
τό, Dim. of σάρξ, A bit of flesh, Hp.Aph.4.76, al., Diph.14, Arist.HA503b13, Plu.Brut.8; ὠμὰ σ. Jul.Or.6.190c; σαρκία φορῶν, of Heracles, Id.Or.5.167a. II = νύμφη IX, Sor.1.18.
German (Pape)
[Seite 863] τό, wie σαρκίδιον, dim. von σάρξ, ein Stückchen Fleisch; Arist. H. A. 4, 2; Plut. Brut. 8; Diphil. bei Ath. IX, 370 e, vulg. σαρκίδια.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σάρξ, τεμάχιον σαρκός, Ἱππ. Ἀφ. 1252, κ. ἀλλ., Δίφιλ. ἐν «Ἀπλήστῳ» 1. 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 8, κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
σαρκίον: τό кусочек мяса Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαρκίον -ου, τό [σάρξ] stukje vlees.