ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
lasting: P. μονίμος.
secure: P. and V. βέβαιος, ἀσφαλής, V. ἔμπεδος.
lasting long: P. and V. χρόνιος.