ἀνθρωπείως
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
French (Bailly abrégé)
adv.
1 par les moyens humains;
2 comme il convient à un homme.
Étymologie: ἀνθρώπειος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπείως: adv.
1) в меру человеческих возможностей (σώζεσθαι Thuc.);
2) по-человечески (φράζειν Arph.).