ἀνθρωπείως
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 par les moyens humains;
2 comme il convient à un homme.
Étymologie: ἀνθρώπειος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπείως: adv.
1 в меру человеческих возможностей (σώζεσθαι Thuc.);
2 по-человечески (φράζειν Arph.).