ἀνθρωπείως
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 par les moyens humains;
2 comme il convient à un homme.
Étymologie: ἀνθρώπειος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπείως: adv.
1 в меру человеческих возможностей (σώζεσθαι Thuc.);
2 по-человечески (φράζειν Arph.).