ἐπιφορικός

From LSJ
Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφορικός Medium diacritics: ἐπιφορικός Low diacritics: επιφορικός Capitals: ΕΠΙΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: epiphorikós Transliteration B: epiphorikos Transliteration C: epiforikos Beta Code: e)piforiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A (ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S.; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18. II inferential, illative, (σύνδεσμος) A.D.Conj.227.25, al. Adv. -κῶς Sch.D.T.p.65 H. III (ἐπιφορά III) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.

German (Pape)

[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφορικός: грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.

Greek Monolingual

ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.