γομφάριον
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
τό, = κεστρεύς, Tz.ad Lyc.664, Sch. Opp.H.1.112,3.339.
Spanish (DGE)
-ου, τό
ict. mújol, capitón Tz.ad Lyc.664, Sch.Opp.H.1.112, 3.339.
German (Pape)
[Seite 500] τό, dim. von γόμφος, Schol. Opp. H. 1, 112.
Greek (Liddell-Scott)
γομφάριον: τό, = κεστρεύς, Λατ. mugil, (κοιν. «γουφάρι»), Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 664, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 112., 3. 339. Ἐν Γλωσσ. γόμφος ἰχθύς.
Greek Monolingual
το
βλ. γοφάρι.