γοφάρι

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75

Greek Monolingual

γοφάρι και γουφάρι και γκιφάρι, το (Μ γομφάριον και γουφάριον)
ονομασία του ψαριού αμία ή τεμνόδους ο πηδητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. του αρχ. γόμφος.