ambiguous
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀμφίβολος, V. ἀμφίλεκτος, διχόμυθος.
not clear: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, V. ἄσημος, ἀξύμβλητος, αἰολόστομος, αἰνικτός, δυστέκμαρτος, δύσκριτος; see obscure.