διαμιμνῄσκομαι

From LSJ
Revision as of 19:33, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμιμνῄσκομαι Medium diacritics: διαμιμνῄσκομαι Low diacritics: διαμιμνήσκομαι Capitals: ΔΙΑΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: diamimnḗiskomai Transliteration B: diamimnēskomai Transliteration C: diamimniskomai Beta Code: diamimnh/|skomai

English (LSJ)

only pf. Pass. διαμέμνημαι, A keep in memory, X. Mem.1.4.13, D.H.4.9. II make mention of, Ph.1.509, Lyd. Mag.1.7.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo tema de perf.]
1 acordarse, recordar c. ac. ὅσα ἂν ἀκούσῃ X.Mem.1.4.13, τὰς εὐεργεσίας D.H.4.9
c. gen. tener siempre en la memoria, guardar un constante recuerdo τῶν σκωμμάτων αὐτοῦ D.Chr.32.98, τῆς οἴκαδε ἐπανόδου Ph.1.627, τῶν προστάξεων αὐτοῦ Ph.1.456, cf. 528.
2 en escritos mencionar c. gen. τῆς μὲν οὖν πρώτης (ἐκστάσεως) ἐν ταῖς ... γραφείσαις ἄραις διαμέμνηται Ph.1.509, διαγράφων βασιλείαν τοῦ θρόνου καὶ τραβέας διαμέμνηται Lyd.Mag.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

διαμιμνῄσκομαι: ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. διαμέμνημαι, διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 13, Διον. Ἁλ. 4. 9.

Greek Monolingual

διαμιμνήσκομαι (Α)
1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου
2. μνημονεύω, αναφέρω.