διατριπτέον
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
A one must spend time, Arist.Rh.1417a10, Men.Rh. p.359 S.
II one must rub, Hippiatr.1.
Spanish (DGE)
I hay que frotar τὰ ... περὶ τὸ στόμα στρύχνῳ Hippiatr.1.23.
II 1hay que perder el tiempo περὶ τὸ ὁμολογούμενον οὐ δ. Arist.Rh.1417a11, cf. Men.Rh.359
•hay que pasar el tiempo, permanecer ἐν εὐπνοίᾳ Apollon. en Gal.12.503.
2 hay que detenerse ἐπὶ τῆς αὐτῆς (μελῳδίας) Aristid.Quint.80.20.
Greek (Liddell-Scott)
διατριπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διατρίβω, Ἀριστ. Ρητ. 3.16,6.
Greek Monotonic
διατριπτέον: ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατριπτέον, adj. verb. van διατρίβω men moet tijd besteden.