δοκίδιον
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: δοκίδιον | Medium diacritics: δοκίδιον | Low diacritics: δοκίδιον | Capitals: ΔΟΚΙΔΙΟΝ |
Transliteration A: dokídion | Transliteration B: dokidion | Transliteration C: dokidion | Beta Code: doki/dion |
τό, Dim. of δοκός, Harp.
-ου, τό
arq. pequeña viga, vigueta Did.CP p.320, Harp.s.u. στρωτήρ.
[Seite 653] τό, dim. von δοκός, Harpocr. v. στρωτήρ.
δοκίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δοκός, Ἁρποκρ.
δοκίδιον, το (Α) δοκός
μικρή δοκός.