δυσαποτέλεστος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
δυσαποτέλεστον, hard to accomplish, Eust.1956.18.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de llevar a término subst. τὸ δ. c. gen. τὸ τῆς Τρωικῆς μάχης δ. Eust.1956.18.
German (Pape)
[Seite 676] schwer auszuführen, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποτέλεστος: -ον, δυσκατόρθωτος, Εὐστ. 1956. 18.
Greek Monolingual
δυσαποτέλεστος, -ον (Μ)
αυτός που δύσκολα φθάνει σε τέλος, δυσκολοκατόρθωτος.