δύσκτητος

From LSJ
Revision as of 13:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκτητος Medium diacritics: δύσκτητος Low diacritics: δύσκτητος Capitals: ΔΥΣΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dýsktētos Transliteration B: dysktētos Transliteration C: dysktitos Beta Code: du/skthtos

English (LSJ)

ον, hard to come by, πραγματεία Plb.3.32.1; τἀγαθόν Phld.Herc.1251.4 (dub.).

Spanish (DGE)

-ον
difícil de adquirir de la obra de Polibio, por su volumen, Plb.3.32.1, ἡμῖν δ' [ἄκ] τητον ἢ δ[ύσ] κτητον ε[ἶναι] τἀγαθόν Phld.Elect.4.6, cf. Cont.17.21 (dud.).

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu erwerben, Pol. 3, 32, 1.

Russian (Dvoretsky)

δύσκτητος: с трудом приобретаемый, т. е. имеющий затрудненный сбыт (ἡ πραγματεία δ. διὰ τὸ πλῆθος τῶν βύβλων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσκτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κτήσηται ἢ κερδήσῃ τις. Πολύβ. 3.32,1.

Greek Monolingual

δύσκτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποκτάται.