βραχυφεγγίτης
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, giving a feeble light, λύχνος AP6.251 (Phil.).
Spanish (DGE)
(βρᾰχῠφεγγίτης) -ου
• Prosodia: [-ῑ-]
que alumbra durante poco tiempo βραχυφεγγίτου λύχνου σέλας AP 6.251 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 463] λύχνος, kurze Zeit leuchtend, Philip. 11 (VI, 251).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠφεγγίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρέχων ὀλίγον φῶς, ἐπ’ ὀλίγον φέγγων, ἀμφ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 251.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυφεγγίτης: ου (ῑ) adj. m недолго светящий (λύχνος Anth.).