ἀμμόχρυσος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ὁ, gem resembling sand veined with gold, Plin.HN37.188.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ gema que parece veteada de oro Plin.HN 37.188, Isid.Etym.16.15.5.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l.
Russian (Dvoretsky)
ἀμμόχρῡσος: ὁ аммохрис (предполож. род золотистого песчаника) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόχρῡσος: ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου παρεμφεροῦς ὄγκῳ ἄμμου μετὰ χρυσῶν φλεβῶν, Πλίν. 27. 11.
Greek Monolingual
ἀμμόχρυσος, ο (Α)
όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χρυσός.