ἀνέγερσις
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
εως, ἡ, A raising up, Plu.2.156b. 2 waking up, ib.378f.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1acción de despertar Plu.2.378e, Iambl.Protr.20 (p.103).
2 resurrección τὴν ἀνέγερσιν πίστευε Hippol.Laz.227.19.
II erección τοῦ οἴκου τῶν ἁγίων μαρτύρων SEG 26.1672 (Palestina V d.C.), de columnas PMich.624.12 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 219] ἡ, das Aufwecken, Aufrichten, ἀγνύθων Plut. Sept. sap. conv. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de réveiller, d'exciter.
Étymologie: ἀνεγείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγερσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνεγείρειν. Πλούτ. 2. 156Β. 2) τὸ ἀνεγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, «ἡ τοῦ Διὸς ἀνέγερσις δηλοῖ παλιντροπίαν» Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ο. 5, ἔνθα ὁ Ὅμηρος λέγει: ἔγρετο δὲ Ζεὺς… παρὰ χρυσοθρόνου Ἥρης.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέγερσις: εως ἡ пробуждение Plut.