ἀντάπτομαι
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
Ion. for ἀνθάπτομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀνθάπτομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀνθάπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀνθάπτομαι.
Greek Monotonic
ἀντάπτομαι: Ιων. αντί ἀνθ-άπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντάπτομαι: ион. = ἀνθάπτομαι.