ἀντυποκρίνομαι
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
English (LSJ)
ἀντυπουργέω, Ion. for ἀνθυπ-.
Spanish (DGE)
v. ἀνθυποκρίνομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀνθυποκρίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντυποκρίνομαι: ἀντυπουργέω, Ἰων. ἀντὶ ἀνθυπ-.
Greek Monotonic
ἀντυποκρίνομαι: ἀντ-υπουργέω, Ιων. αντί ἀνθ-υπ-.