ἀνόρεκτος

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόρεκτος Medium diacritics: ἀνόρεκτος Low diacritics: ανόρεκτος Capitals: ΑΝΟΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anórektos Transliteration B: anorektos Transliteration C: anorektos Beta Code: a)no/rektos

English (LSJ)

ον, A without appetite for, ἀπολαύσεως Arist.VV1250b9; ἡδονῆς Andronic. Rhod.p.576 M.; περὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV1250a8: abs., Sor.1.24, Plu.2.460a, etc. Adv. ἀνορέκτως, ἔχειν Gal.10.576. II Pass., not desired, of food, Plu.2.664a.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene apetito c. gen. αἰσχρᾶς ἡδονῆς Arist.VV 1250b9, Andronic.Rhod.p.576, φαύλων ἡδονῶν Arist.VV 1250a8, σιτίων Plu.2.460a
abs. στόμαχος Sor.16.7
abs. individuo que no tiene deseo de orinar, Pelagon.140.
2 fig. displicente ἀνορέκτους παρέχειν τὰς ἀκοὰς τῷ ... νόμῳ hacer oídos sordos a la ley Const.Or.S.C. en Eus.M.20.1269C.
II que no es apetecido τὸ δὲ ἀπαθὲς ἀνήδονον πάντῃ καὶ ἀνόρεκτον Dam.in Phlb.86
subst. τὸ ἀ. Plu.2.664a.
III adv. -ως sin apetito ἀνορέκτως ἔχειν Gal.10.576.

German (Pape)

[Seite 241] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans appétit, sans désir;
2 non désiré.
Étymologie: , ὀρέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόρεκτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄρεξιν, μ. γεν., πάσης ἀπολαύσεως αἰσχράς ἡδονῆς ἀνόρεκτον Ἀριστ. περὶ ἀρετ. 4, 5· μετ’ αἰτ. ἀνόρεκτοι περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν αὐτόθι 2. 1· ἀπολ., Πλούτ. 2. 460Α: ― Ἐπίρρ. -έκτως, ἀνορέκτως ἔχειν Ἀλέξ. Τραλλ. 6. 2, σ. 102. ΙΙ. τὸ ἀνόρεκτον, τὸ μὴ κινοῦν τὴν ὄρεξιν, Πλούτ. 2. 664Α.

Greek Monolingual

κ. ανόρεχτος, -η, -ο (Α ἀνόρεκτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό
2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος
νεοελλ.
(Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία
αρχ.
(με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόρεκτος:
1) не имеющий желаний, лишенный потребностей (τινος и περί τι Arst.);
2) не имеющий аппетита (οἱ νοσοῦντες Plut.);
3) не возбуждающий аппетита Plut.