ἀποικεσία
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ἡ, = ἀποίκησις, especially of the Captivity, LXX4 Ki.24.15, al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
destierro esp. de la cautividad ἐν ἀποικεσίᾳ εἰς γῆν ἀλλοτρίαν LXX Psalm.Salom.9.1, ἀποικεσίαι μάχιμοι destierros hostiles LXX 4Re.19.25, τοὺς ἰσχυροὺς ... ἀπήγαγεν ἀποικεσίαν LXX 4Re.24.15, οἱ υἱοὶ ἀποικεσίας los hijos de la cautividad LXX 2Es.6.19, cf. 16.
German (Pape)
[Seite 304] ἡ, Auswanderung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικεσία: ἡ, = ἀποίκησις, ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ἀποικεσία, η αποικώ
1. η απομάκρυνση από την πατρίδα
2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ).