ἀπολωπίζω
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Full diacritics: ἀπολωπίζω | Medium diacritics: ἀπολωπίζω | Low diacritics: απολωπίζω | Capitals: ΑΠΟΛΩΠΙΖΩ |
Transliteration A: apolōpízō | Transliteration B: apolōpizō | Transliteration C: apolopizo | Beta Code: a)polwpi/zw |
(λῶπος) = λωποδυτέω, S.Fr.1021.
despojar s. cont., S.Fr.1021.
[Seite 314] Soph. frg. 844, = λωποδυτέω, nach Poll. 7, 43.
ἀπολωπίζω: (λῶπος) = λωποδυτέω, Σοφ. Ἀποσπ. 844 (κατὰ τὸν Πολυδ. Ζ΄, 44· ἀλλὰ πρβλ. ἐκλωπίζω).
ἀπολωπίζω (Α) λωπίζω
γδύνω, κατακλέβω.