ἀρτίθηρος
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ἀρτίθηρον, newly caught, Damocr. ap. Gal.14.93.
Spanish (DGE)
-ον recién capturado ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίθηρος: -ον, ὁ ἄρτι θηρευθείς, συλληφθείς, ἀρτιθήρους ἐχίδνας Δημόκρ. παρὰ Γαλην. π. Ἀντιδ. 1. 15, σ. 893C.
Greek Monolingual
ἀρτίθηρος, -ον (Α)
αυτός που θηρεύθηκε ή απλώς πιάστηκε πριν λίγο.