ἐκλήπτωρ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
-ορος, ὁ, later ἐκλήμπτωρ,
A contractor of works, PFay.58.6 (ii A.D.), etc.
2 tax-collector, Just.Nov.130.3, al.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Grafía: pap. frec. ἐγλημπ-
1 arrendatario, recaudador de impuestos y tasas mediante arriendo, c. gen. ἐ. δρυμῶν PIFAO 3.22.2 (I d.C.), μέλιτος καὶ κηροῦ PLond.1171ue.1.7 (I d.C.), γερδ(ίων) POxy.262.1 (I d.C.) en BL 7.129, ζυγοστασίου μητροπόλεως PSI 459.1 (I d.C.), de paso de animales διπλώματος ὄνων PHamb.9.3, 22, cf. PTeb.507 (ambos II d.C.), Iust.Nou.123.6, 130.3, ἐ. [ο] ὐσίας τοῦ ... Αὐτοκράτορος POxy.2837.1 (I d.C.), cf. CPR 15.15.3 (I a.C.), διέγραψεν ... τοῖς λοι(ποῖς) ἐγλήμπτ(ορσι) PFay.58.6, cf. PMerton 64.3 (ambos II d.C.).
2 fig. usurpador ἀλλοτρίων Epiph.Const.Haer.66.85.6.
German (Pape)
[Seite 767] ορος, ὁ, Übernehmer einer bedungenen Arbeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλήπτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀναλαμβάνων τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου, ἐργολάβος, Λατ. conductor, Ἐπιφαν. Π. 165Β. 2) εἰσπράκτωρ φόρων, Ἰουστ. Νεαρ. 123, 6., 130, 3, κτλ.
Greek Monolingual
ἐκλήπτωρ και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)
εργολήπτης, ανάδοχος έργου
μσν.
1. εισπράκτορας φόρων
2. αυτός που παίρνει μισθό για κάποια υπηρεσία.