ἐκφυής
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ἐκφυές,
A abnormally developed, τοῖς ὀδοῦσιν ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς Vett. Val.110.15; projecting, Procl.Hyp.3.16.
II eminent, extraordinary. Adv. ἐκφυῶς App.Ill.25.
Spanish (DGE)
-ές
I 1desarrollado γεγονέτω τρίγωνα ὀρθογώνια ἐκφυῆ créense triángulos rectángulos completos Procl.Hyp.3.16.
2 desarrollado de forma anormal ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν Vett.Val.105.1.
II adv. -ῶς naturalmente, de natural πόλιν ... ὠχύρου ... οὖσαν ἐ. ὀχυρωτάτην fortificó la ciudad que ya tenía excelentes defensas naturales App.Ill.25.
German (Pape)
[Seite 786] ές, übernatürlich, außerordentlich, zw. – Adv., App. Illyr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφυής: -ές, ἐξέχων, Πρόκλ. Ὑποτυπ. σ. 15. 19. ΙΙ. ὑπέροχος, διαπρεπής. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐξόχως, Ἀππ. Ἰλλυρ. 25.
Greek Monolingual
ἐκφυής, -ές (Α)
Ι. 1. αυτός που προεξέχει
2. ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος
3. θαυμαστός, υπέροχος, διαπρεπής
II. επίρρ. εκφυώς
έξοχα, θαυμαστά, υπέροχα.