ἑκατογκάρανος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, = ἑκατογκεφάλας (hundred-headed), A. Pr. 355.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτογκάρᾱνος) -ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
de cien cabezas τέρας ἑ. de Tifón, A.Pr.353.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κάρηνον.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτογκάρᾱνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πρ. 353.
Greek Monolingual
ἑκατογκάρανος και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εκατό κεφάλια.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατογκάρᾱνος: (κᾰ) Aesch. = ἑκατογκέφαλος.