διαφθείρω

From LSJ
Revision as of 19:31, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφθείρω Medium diacritics: διαφθείρω Low diacritics: διαφθείρω Capitals: ΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: diaphtheírō Transliteration B: diaphtheirō Transliteration C: diaftheiro Beta Code: diafqei/rw

English (LSJ)

fut.

   A -φθερῶ S.OT438, etc., Ep. -φθέρσω Il.13.625: pf. διέφθαρκα E.Med.226, Pl.Ap.30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. 111):— Pass., fut. διαφθᾰρήσομαι Th.4.37; Ion. διαφθερέομαι Hdt.8.108, 9.42: 3pl. plpf. διεφθάρατο Id.8.90:—destroy utterly, πόλιν Il.13.625; ἔργα διαφθείρεσκε Hdt.1.36; make away with, kill, τινά Id.9.88, etc.; destroy, ruin, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ S.l.c.; τὴν τύχην Id.Ph.1069; δ. χεῖρα weaken, slacken one's hand, E.Med.1055; spoil, break, ὑγιῆ λίθον IG7.3073.33 (Lebad., ii B.C.); τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG22.1046.11; δ. τὴν συνουσίαν break up the party, Pl.Prt. 338d.    2 in moral sense, corrupt, ruin, γνώμην A.Ag.932; δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους, Pl.Ap.30b, 25a; νεανίσκον συνὼν δ. Eup. 337; esp. corrupt by bribes, Hdt.5.51; ἀργυρίῳ δ. τινά Lys.28.9; διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45; δ. γυναῖκα seduce a woman, Lys.1.16, etc., cf. E.Ba.318 (Pass.); δ. τοὺς νόμους falsify, counterfeit them, Isoc.18.11; γραμματεῖον Id.17.33 (Pass., ib.24); τὰ φεφ αδηκότα IG9(1).334.37 (Locr., V. B.C.).    3 οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος having changed nothing of his colour, Pl.Phd.117b.    4 of a woman, to lose by miscarriage or premature birth, ἔμβρυα, βρέφος, Hp.Aph.5.53, Plu.2.242c: abs., miscarry, Hp.Epid.7.73, Is.8.36:—Pass., τῶν διαφθαρεισῶν τὰ ἔμβρυα Hp.Mul.1.72.    5 lose, forget, E.Hipp.389.    6 = διάγω, dub. in Id.Fr.280.    II Pass., to be destroyed, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις to be murdered for the clothes he wore, Antipho 2.2.5; of animals, freq. in Pap., POxy.74.14 (ii A.D.), etc.; esp. to be crippled, disabled, Hdt.1.34; of ships, ib.166, And.1.142; to be spoilt, γάλα BGU1109.11 (i B.C.), cf. Th.7.84; to be corrupted, αἷμα Gal.15.297, al.; τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος deaf, Hdt.1.38; τὰ σκέλεα διεφθάρησαν had their legs broken, Id.8.28; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν S.Tr.1056; τὰ ὄμματα δ. blinded, Pl.R.517a; σὰς φρένας E.Hel.1192; τὸ φρενῶν διαφθαρέν, = φρενοβλάβεια, Id.Or.297, cf. X.Cyr.4.1.8: abs., διεφθαρμένος decomposed, of a corpse, Pl.R. 614b.    III pf. διέφθορα intr., to have lost one's wits, διέφθορας Il. 15.128; also in Hp., διεφθορὸς αἷμα corrupted blood, Mul.2.134; freq. in later Prose, γάλα δ. ἤδη J.AJ5.5.4; τὰ δ. σώματα Plu.2.87c, cf. 128e, Luc.Sol.3, etc.; but,    2 in Trag. and Com. always trans. (cf. Ammon.42, Moer.127), τὰς . . ἐλπίδας διέφθορεν S.El.306; τὰς φρένας διέφθορε . . μοναρχία E.Hipp.1014; τὸν λόγον δ. Cratin. 292, cf. Eup. l.c., Pherecr.145.15, Ar.Fr.490, Men.3.    IV aor. διέφθειρα intr., became corrupt, LXXJd.2.19.

German (Pape)

[Seite 611] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = verloren sein, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, vernichten; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; νῆες διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι ἦσαν, 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) verschlimmern, im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von körperlichen Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας οὔτε τοῦ χρώματος οὔτε τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben μοιχεύω, Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom Geist; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = φρενοβλάβεια, Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, verführen, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = bestechen, καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ γραμματεῖον, verfälschen, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.