εὔληκτος
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ον, soon ceasing, Luc.Trag.324.
German (Pape)
[Seite 1078] bald aufhörend, Luc. Tragod. 324.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cesse facilement.
Étymologie: εὖ, λήγω.
Russian (Dvoretsky)
εὔληκτος: легко прекращающийся, т. е. непродолжительный (ἄλγημα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔληκτος: -ον, ταχέως λήγων, Λουκ. Τραγ. 324.
Greek Monolingual
εὔληκτος, -ον (Α)
αυτός που τελειώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληκτός (< λήγω).