κατατιτράω
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
v. κατατετραίνω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. κατατέτρημαι;
trouer, percer, acc..
Étymologie: κατά, τιτράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τιτράω doorboren.
Russian (Dvoretsky)
κατατιτράω: просверливать, пробуравливать (τὴν σάρκα Plut.): σήραγγας ἔχειν κατατετρημένας Plat. быть пронизанным каналами, иметь полости.
Greek (Liddell-Scott)
κατατιτράω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατατετραίνω, Γαλην. 13. 10.