διάχλωρος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ον,
A of translucent green, λίθος Ph.Byz.Mir.2.3, dub. in Gal.18(1).495; of a garment, CPR24.6 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάχλωρος: -ον, ἔχων τὸ χρῶμα ὀλίγον ὠχροπράσινον, Φίλων π. 7 Θεαμ. 7.