disdainful
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. σεμνός, ὑψηλός. P. ὀλίγωρος, ὑπερήφανος, μεγαλόφρων, ὑπεροπτικός, V. ὑπέρφρων, ὑπέρκοπος, ὑψηλόφρων (also Plato but rare P.), ὑψήγορος, σεμνόστομος, Ar. and V. γαῦρος.
disdainful of: P. ὑπεροπτικός (gen.), ὀλίγωρος (gen.).