κατακρώζω

Revision as of 20:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

croak at, croak down, like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί Ar.Eq.1020.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.

French (Bailly abrégé)

croasser contre, acc..
Étymologie: κατά, κρώζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κρώζω krassen (van kraaien).

Russian (Dvoretsky)

κατακρώζω: (о галках) преследовать своим криком (τινά Arph.).

Greek Monolingual

κατακρώζω (Α)
κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»].

Greek Monotonic

κατακρώζω: κρώζω, καταβάλλω, ενοχλώ με άναρθρους ή βραχνούς ήχους, όπως κάνουν τα κοράκια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρώζω: φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν καταβάλλω ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ μετὰ γεν., μήποτε κατακρώξωσιν αὐτοῦ ψόφοι Εὐστ.

Middle Liddell


to croak at, croak down, like jackdaws, Ar.