μουστάκιον
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τό, Dim. of* μούσταξ ( μύσταξ), An.Ox.3.76. II in plural, = Lat. mustacea, a sort of cake, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647d.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de gâteau à la farine et au vin nouveau.
Étym. lat. mustaceum, μοῦστος.
Greek (Liddell-Scott)
μουστάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μούσταξ, (= μύσταξ), Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 3. 76. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., Λατ. mustacea, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D· mustacei, παρὰ Κάτωνι R. R. 121.
Greek Monolingual
μουστάκιον, τὸ (Μ)
είδος γλυκού από αλεύρι και μούστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mustacea, ουδ. πληθ. του mustaceum < λατ. mustum «μούστος»].