ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
adv.
en étranger : ξένως ἔχειν τινός être étranger à qch.
Étymologie: ξένος.
ξένως: чуждо, по-чужому: ξ. ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως Plat. здешний язык чужд мне.
ξένως: ἴδε ξένος ἐν τέλει.