περίκλυσις
From LSJ
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
εως, ἡ, = περικλυσμός, Ael.NA16.15; spray, douche, cj. in Thphr.Sud.16.
German (Pape)
[Seite 580] ἡ, = περικλυσμός, Ael. H. A. 16, 15.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
inondation.
Étymologie: περικλύζω.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλῠσις: ἡ, = περικλυσμός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α περικλύζω
1. (ιδίως σχετικά με το σώμα) πλύσιμο ολόκληρης της επιφάνειας, περικλυσμός
2. καταιόνηση.